- ακτινοειδής
- -ές (Α ἀκτινοειδής)αυτός που έχει σχήμα ακτίνας, ο όμοιος με ακτίνα, ακτινωτόςαρχ.λαμπρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκτὶς (-ίνα) + -εἰδὴς < εἶδος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακτινοειδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που μοιάζει με δέσμη ακτινών, ακτινωτός: Μερικά ψάρια έχουν ακτινοειδή πτερύγια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκτινοειδεῖς — ἀκτινοειδής masc/fem acc pl ἀκτινοειδής masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκτινοειδοῦς — ἀκτινοειδής masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκτινοειδέσι — ἀκτινοειδής masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκτινοειδῶς — ἀκτινοειδής adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
ακτίνα — Μια από τις φωτεινές γραμμές που εκπέμπονται από ένα φωτεινό σώμα (π.χ. οι α. του ήλιου). Γενικά, κάθε φανταστική γραμμή που ξεκινά από ένα κεντρικό σημείο προς κάθε διεύθυνση (π.χ. οπτική α.). Η έκταση έως την οποία μπορεί να φτάσει κάποια… … Dictionary of Greek
ακτινωτός — και αχτινωτός και αχτιδωτός, ή, ό (Α ἀκτινωτός, ή, όν) [ἀκτίς] αυτός που έχει ακτίνες, ο ακτινοειδής … Dictionary of Greek
ακτινόμορφος — η, ο 1. ακτινοειδής 2. το ουδ. ως ουσ. Βοτ. Ακτινόμορφο ή ακτινωτό κάθε φυτικό όργανο που έχει ακτινωτή συμμετρία, δηλαδή είναι δυνατόν να χωριστεί σε δύο ίσα μέρη με όλα τα επίπεδα που διέρχονται από τον κύριο άξονά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακτίνα +… … Dictionary of Greek
ακτινώδης — ες (Α ἀκτινώδης) [ἀκτίς] ακτινοειδής … Dictionary of Greek